σταλαγμίας

σταλαγμίας
σταλαγ-μίας, ου, ,
A dropping, trickling, of a kind of χάλκανθος, Plin.HN34.124.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σταλαγμίας — ὁ, Α 1. αυτός που αφήνει να πέφτουν σταλαγματιές 2. συνεκδ. άλλη ονομασία τού φυτού χαλκανθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + επίθημα ίας (πρβλ. σταγον ίας)] …   Dictionary of Greek

  • σταλακτικός — ή, όν Α [σταλακτός] φρ. «χάλκανθος σταλακτικός» ο σταλαγμίας* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”